Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

Η ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΛΕΞΗ (προδημοσίευση)


Salvador Dali: Ανεμόμυλοι με πεταλούδες

   Το μοναδικό δέντρο στην πλαγιά το είχε πιάσει ένας Καλόγερος, κάθε μέρα προσευχόταν στην αστραπή του Θεού που το έκαψε αναίτια, το άφησε χωρίς κλαδιά και φύλλα να τον προστατεύουν από το ξεροβόρι, τη βροχή  και την κάψα του ήλιου, δεν έδωσε σημασία στους ταξιδιώτες συνέχισε να μετράει τους κόμπους της ροζιασμένης βέργας του, ο Γέρος κοντοστάθηκε, τον καλημέρισε, τον ρώτησε αν πάνε καλά για την μεγάλη πόλη πίσω από τις βουνοκορφές, την ώρα που το δάχτυλο του Καλόγερου ψηλάφιζε τον τελευταίο κόμπο της βέργας του, κούνησε το κεφάλι ο Καλόγερος, σήκωσε τη βέργα στον ορίζοντα, την κάρφωσε στο σημείο που συναντιόταν η Όστρια με τον Γαρμπή, μια πληγή χαίνουσα σχηματίσθηκε στο μαλακό πλευρό του ουρανού, ξεχύθηκαν οι δυο αγέρηδες, έπλεξαν τα βρώμικα μαλλιά του Καλόγερου κοτσίδες, ο Γέρος παραπάτησε από την ορμή τους, έπεσε πάνω στην πανοπλία Εκείνου.
Πόλεμος γίνεται στην πόλη, είπε ο Καλόγερος, μεταμορφώθηκε σε Γυναίκα νέα, δυο μαστοί φύτρωσαν στο στήθος του, έτρεχαν αίμα, έσκυψε ο γέρος βύζαξε τις θηλές, ξεδίψασε.
Δεν με φοβίζει ο πόλεμος Γυναίκα, είπε ο Γέρος μόλις τέλειωσε το βύζαγμα, τότε η Γυναίκα ξανάγινε Καλόγερος, τράβηξε με δύναμη τη βέργα από τα πλευρά του ουρανού, η πληγή άφησε πάνω του μια στίξη.
Πού μπορούμε να ξαποστάσουμε γέροντα;  ρώτησε.
Στην ίδια πέτρα που ξαποσταίνω κι εγώ, είπε, τρείς μοιράστηκαν την ίδια πέτρα, κοντά ο ένας με τον άλλον, τα σώματά τους κόλλησαν, έγιναν ένα, η πανοπλία ζεστάθηκε, το μέταλλό της ίδρωσε σταγόνες δάκρυα από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, σηκώθηκε ο Καλόγερος από την πέτρα και είπε στους ταξιδιώτες.
Σήμερα πεθαίνω ευτυχισμένος γιατί κλαίει για μένα μόνο ο Χάρος,
Οι άνθρωποι κλαίνε γέροντα, αντέτεινε ο Γέρος,
Οι άνθρωποι δεν κλαίνε για ό,τι δεν είχαν, μόνο γι΄αυτά που έχασαν,
Ο Χάρος τι έχασε και σε κλαίει; απόρησε ο Γέρος,
Δεν μπόρεσε να πάρει την ψυχή μου, λογάριαζε σε μια αρσενική ψυχή, αλλά εγώ είμαι και αρσενική και θηλυκή ψυχή, όπως με έπλασε ο Θεός μου,
Πώς το κατάφερες αυτό γέροντα; ξαναρώτησε,
Έψαξα… είπε και πέθανε όρθιος, κοκάλωσε το σώμα, έγινε μια δεύτερη χλωρή ρίζα δίπλα στην αστραποκαμένη, οι κάμποι της ροζιασμένης βέργας του έγιναν κλωνάρι, βλάστησαν καινούρια φύλλα και μικρούς αιμάτινους καρπούς, έκοψε έναν ο γέρος, τον έφαγε, έκανε νόημα σ΄ Εκείνον να τον ακολουθήσει, έτριξε η πανοπλία καθώς σηκώθηκε από την πέτρα, κοκάλωσε πάνω της ο ιδρώτας φτιάχνοντας ένα ανάγλυφο με ρυάκια και ποτάμια μνήμης, από το κεφάλι ίσα με τα πόδια της, μπορούσε τώρα κάποιος να τα ψηλαφίσει εύκολα, αναγνωρίζοντας την αγωνία του Χρόνου, όταν εκείνος κυλούσε ρευστός, πριν παγώσει και γίνει ένα με το κρύο μέταλλο./

Απόσπασμα από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων Η ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΛΕΞΗ

ΡΟΥΜΠΙΝΑ - Η γκεζερά της Αθωότητας

  Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο από το e-shop των Εκδόσεων Ελκυστής, κάνοντας κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο:  You can get the book from ...