Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΝΕΡΟ



Φωτο: Απόβλητα στις Σκουριές Χαλκιδικής.

Η πλάτη του στηριγμένη πάνω στον σταφιδιασμένο κορμό απ’ το αλμυρίκι συγκλονιζόταν απ’ τις κράμπες. Παραλυμένος, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν ν’ ατενίζει το έρεβος στην επιφάνεια του ποταμού, καθώς τα όρνια συνωστίζονταν γύρω του. Ν’ ατενίζει παίζοντας με τα χρυσά νομίσματα του, που ξεχείλιζαν από εκείνη την γαβάθα πλάι του.
Θυμόταν στην απέναντι όχθη, όταν ήταν μικροί, που κρύβονταν πίσω απ’ τους ολοζώντανους θάμνους καρτερώντας τις βίδρες. Τους άρεσε να τις αντικρίζουν έτσι κεφάτες να στροβιλίζονται  αμέριμνα μέσα στα κρυστάλλινα νερά, πότε πότε τσιμπώντας από κανέναν νεογέννητο κυπρίνο. Αν ήταν τυχεροί μάλιστα πετύχαιναν και τους κάστορες να ξεμυτίζουν ντροπαλά απ’ τα ξύλινα οχυρά τους.
Εκεί τώρα, ένας φωτογράφος  χάριζε αθανασία στην σκηνή που σιγοψιθύριζε τον θάνατο. Κάποτε οι κυνηγοί στιγμών ξετρελαίνονταν που στο μέσο της άγονης ερημιάς ξεπρόβαλε το χωριουδάκι τους με την όαση που έσφυζε από ζωή. Σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι κατέφθαναν για ν’ απαθανατίσουν τις ύστατες στιγμές αυτού εδώ του τόπου.
 Ποιο εξώφυλλο άραγε θα έφερε αύριο τα μελανά νερά, τις καμινάδες που υψώνονταν σαν βλοσυροί καλόγεροι και τον τοξικό καπνό που ξέρναγαν; Τουλάχιστον τώρα κανείς δεν θα βρισκόταν να του το εκτοξεύσει οργισμένα στην μούρη.
Ίσως αυτές τις αναμνήσεις να εννοούσαν όταν λέγαν πως λίγο πριν το θάνατο περνά η ζωή μπροστά απ’ τα μάτια σου. Δεν τις έλεγχε… Εκλιπαρούσε απεγνωσμένα να φύγουν, να σκορπιστούν σαν  σκιαγμένα κοράκια, προσευχόταν γοερά να λυτρωθεί, μα τίποτα δεν άλλαζε.
Ο νους του τώρα έτρεξε στα εγκαίνια του μεγάλου εργοστασίου του. «Θα παίρνεις και το κάτι τις για να κρύβεις και τα λύματα που θα πετάμε στο ποτάμι. Έγνοια σου…». Τι γλοιώδης που του φαινόταν ο εαυτός του τώρα, σαν έφερνε στο νου όσα έλεγε στον συνεργάτη του… Τα πάντα για την τσέπη μας. Τα πάντα για το συμφέρον. Μα ποιο είναι αλήθεια το συμφέρον μας;
Έσφιξε  ένα νόμισμα μ’ αποστροφή. Τίναξε το χέρι του απότομα να καταφέρει ένα τελευταίο «ψαράκι». Μα πλέον τα ψάρια δεν ταίριαζαν σ’ αυτό το περιβάλλον, σε καμία τους μορφή.
Το σώμα του αποκρίθηκε με άγριους σπασμούς. Κάποτε πίστευε πως τα λεφτά αγόραζαν τα πάντα. Κανείς δεν καταδέχθηκε όμως δυο στάλες νερό να του πουλήσει εδώ και μέρες περιπλάνησης, κι ας προσέφερε την ξέχειλη από χρυσά νομίσματα γαβάθα του. Το νερό ήταν πολύτιμο. Μόνο οι ανόητοι το μοίραζαν.
Ένοιωθε να του σφίγγουν τα μηνίγγια με μια άκαρδη τανάλια. Πάνω στον ίλιγγο, λες και το νερό τον εκδικούνταν, μες στην γαβάθα νερό χρυσάφι αντίκρισε, θαρρούσε απ’ τις αχτίδες του ανελέητου ήλιου.
Λαίμαργα άνοιξε διάπλατα το στόμα και έγειρε την γαβάθα να το γευτεί, στάλα να μην αφήσει. «Συγγνώμη νεράκι μου καλό που δεν σε σεβόμουν. Σώσε με κι αλλάζω.»
Ίσως πάλι να μην ήταν παραισθήσεις. Ίσως ν’ αποφάσισε ότι αυτό του άρμοζε. Ή ίσως  στην πάλη των ενδόμυχων να νίκησε η ανάγκη διαφυγής από τον πόνο των τελευταίων ετούτων οδυνηρών συλλογισμών.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ. Μονάχα το σώμα του βρήκαν πνιγμένο απ’ τα χρυσά νομίσματα ή μάλλον ότι είχε απομείνει από τα όρνια που τώρα είχαν πετάξει μακριά, να ξεδιψάσουν μετά το λουκούλλειο γεύμα τους./







Ο Χρήστος Καρούλης είναι δεκαεννέα ετών και σπουδάζει Βιολογία στο ΑΠΘ. Γράφει συστηματικά εδώ και δυο χρόνια τόσο ποίηση όσο και διηγήματα. Ιδανικό αποτέλεσμα αυτού θεωρεί πως θα ήταν να δώσει νέες προοπτικές στην κοσμοθεωρία των αναγνωστών του.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΡΟΥΜΠΙΝΑ - Η γκεζερά της Αθωότητας

  Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο από το e-shop των Εκδόσεων Ελκυστής, κάνοντας κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο:  You can get the book from ...