Έφυγες στις έξι το πρωί,
προτού ανοίξει το συνεργείο στη γωνία.
Είχες κλείσει με το αυτοκίνητο την είσοδό του
για να ανοίξεις μια χαραμάδα
στο συρτάρι με τα μολύβια μου,
εκεί που έκρυβα τις νότες του φεγγαριού
μόνο για μένα,
εκεί που είχα φυλακίσει τα Χριστούγεννα
για να αντέξω την πλήξη.
Στο μαξιλάρι ξέχασες μια πεταλούδα.
Κουβαλούσε στα φτερά της
το χρώμα του νάρδου,
το χρώμα του νάρδου,
λίγο πριν λουστεί με το αίμα
των αμνών του Πάσχα,
των αμνών του Πάσχα,
το άρωμα των λεμονιών
από τα περιβόλια των αηδονιών
και τη φρεσκάδα μια θάλασσας αόρατης
σε ανίερα βλέμματα.
Ο μάστορας στο συνεργείο με κοίταξε
με οίκτο σήμερα.
Ξέχασα να φυλάξω
ένα κομμάτι αποξηραμένου φιλιού σου
στα τετράδιά μου.
Χ.Λ