Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ







Ό
λα ετοιμάστηκαν σύμφωνα με το πρόγραμμα και τις οδηγίες του παπά. Ο κόσμος από νωρίς το πρωί στριμώχτηκε στον μικρό αυλόγυρο της εκκλησιάς και περίμενε. Φορέσαμε τις παλιές στολές, εκείνες τις ξεθωριασμένες που μας έφταναν μέχρι το γόνα, για να μη λερώσουμε τις καινούριες στα χωράφια. Παρότι έκανα απεγνωσμένες προσπάθειες να πάρω τον σταυρό, στο τέλος, μετά από δημοκρατικές διαδικασίες και φάπες, βολεύτηκα με το ξεφτέρι και στήθηκα στη σειρά, πίσω  από την ομάδα. Ευτυχώς που δεν πήρα τη λαμπάδα και τότε θα ήμουν υποχρεωμένος να κουβαλάω μια άψυχη λαμπάδα πάνω σε ένα ξύλινο κοντάρι για αρκετή ώρα. Σκέτη πίκρα. 
Ο ουρανός από το πρωί είχε την ίδια όψη με τον ουρανό των τελευταίων τριών μηνών. Ένα κρυστάλλινο μπλέ από την αυγή μέχρι την ώρα που ο ήλιος θα μας άφηνε. Οι μέρες πλέον ήταν προβλέψιμες και αυτό δεν άρεσε ούτε στον Θεό. Δεν έλεγε όμως να κουνήσει το δαχτυλάκι Του να διορθώσει τη βλάβη. Εμάς  πάλι δεν μας χαλούσε το σκηνικό, αλλά οι μεγάλοι δεν συμμερίζονταν έτσι κι αλλιώς τη γνώμη των παιδιών σε κρίσιμα θέματα που άπτονταν ειδικών γνώσεων και μακρόχρονης εμπειρίας. Το κρυστάλλινο μπλέ του ουρανού προήγαγε το ποδόσφαιρο, όχι όμως και τη δίψα των φυτών. Οι μεγάλοι στον αυλόγυρο σήκωναν τα κεφάλια στον ουρανό και σταυροκοπιόντουσαν. Ο παπα Κοσμάς με το αετίσιο βλέμμα του, μετρούσε κεφάλια και ψυχές με μαθηματική ακρίβεια. Έπρεπε να μαζευτεί ολάκερο το χωριό γι αυτή την παράξενη εκδρομή έξω από τους δρόμους και τα σπίτια του χωριού. Στα χωράφια. Εκεί που χτυπούσε η καρδιά του, διψασμένη για νερό. Οι τελευταίες γριές με τα μπαστούνια τους πήραν θέση στη σύναξη και όλα ήταν έτοιμα για την εκκίνηση. Δεν έλειπε κανένας, κατέληξε το αετίσιο βλέμμα του παπά. Όλα ήταν στη θέση τους. Οι νέοι με τα λάβαρα της εκκλησιάς μπροστά, ξοπίσω τους άνδρες με μια εικόνα του ναού ο καθένας στα χέρια, ύστερα εμείς τα ξεφτέρια με τα κοντάρια, ο παπάς με τους ψάλτες δίπλα του και στην ουρά όλο το χωριό. Το κρυστάλλινο μπλέ στα κεφάλια μας αγωνιούσε για το μέλλον του.
«Σώσον Κύριε τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομία Σου…» οι πρώτες νότες ξεχύθηκαν από το στόμα του παπά και σε λίγο έγιναν κτήμα όλης της πομπής.
Η πρώτη στάση δεν άργησε να γίνει στις παρυφές του χωριού, στην τσιμεντένια ποτίστρα των ζώων. Η πομπή περικύκλωσε την ποτίστρα. Κανα δυο σκύλοι που ξεδιψούσαν τρόμαξαν από το πολύχρωμο ασκέρι και παραμέρισαν  με απορία. Ύστερα άρχισαν να κουνάνε τις ουρές και ακολούθησαν το τσούρμο. Η ποτίστρα είχε άφθονο νερό και από τη βρύση της συνέχιζε να ρέει, να χύνεται σε ένα αυλάκι και να χάνεται στο βάθος του ρέματος.
«Τα ζώα τουλάχιστον έχουν να πιούν…» σκέφτηκα καθώς αφήναμε πίσω μας την ποτίστρα και μπαίναμε πλέον στο βασίλειο των δέντρων και των φυτών. Η γη στα πόδια μας καμένη και σκληρή. Καθώς σέρναμε τα παπούτσια μας η σκόνη που σηκώναμε ενοχλούσε τους πίσω από εμάς.
«Βρε κλήρια*, πάψτε να σέρνετε τα πόδια σας, μας φλομώσατε…» ακούστηκε βαριά η φωνή του παπα Κοσμά, που για μια στιγμή την πέρασα για ψαλμωδία. Κοιταχτήκαμε πονηρά και, χωρίς λόγια, δώσαμε εντολή ο ένας στον άλλον για αλλαγή βηματισμού. Αρχίσαμε πλέον να περπατάμε σαν σε παρέλαση της 25ης Μαρτίου χτυπώντας με δύναμη τα πόδια στη γη. Η γη όμως δεν είναι παντού ίδια. Είχαμε ήδη μπεί σε περιοχή όπου ο δρόμος καλύπτονταν από ασπροπλιά.* Ένα ελαφρύ αεράκι, που μας έστειλε εκείνη τη στιγμή το κρυστάλλινο μπλε στα πρόσωπα, έφτανε για να στείλει το αλεύρι κάτω από τα πέλματά μας στα ράσα του παπά και στα καλά ρούχα των κυράδων. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε, μόνο ο παπά Κοσμάς ανέλαβε δράση, άφησε τη σειρά του και μας πλησίασε.
«Αναθεματισμένα…» ψιθύρισε στα αφτιά μας «Την Κυριακή στη Λειτουργία θα σας ταράξω στο καψόνι..» Η απειλή πλέον ήταν συγκεκριμένη και ορατή. Αυτόματα οι ίδιες εικόνες ξεδιπλώθηκαν στα μάτια του καθενός. Να κρατάμε εκ περιτροπής το θυμιατό και να λιβανίζουμε με τις ώρες σκυφτοί, ώσπου να αποφασίσει να μας κάνει νόημα με τα φρύδια του για να του το δώσουμε. Να απαγορεύσει τη διέλευση πίσω από την Αγία Τράπεζα και έτσι να μένουμε καθηλωμένοι και αποκομμένοι στα δυο τμήματα του Ιερού, χωρίς να μπορούμε να κουβεντιάσουμε. Και το σημαντικότερο που μας έκανε να ανατριχιάσουμε. Να μας βγάλει στην περιφορά των Αγίων και Αχράντων Μυστηρίων, μέσα στην εκκλησιά, με τα παλιά μας ράσα που έφταναν μέχρι το γόνα. Ξεφτίλα !!! Αφήσαμε κατά μέρος την εθνική έπαρση και αρχίσαμε το αχνοπάτημα. Ο παπα Κοσμάς τίναξε από τα ράσα και τα γένια του το αλεύρι της γης και ξαναμπήκε στη σειρά. Πέταξε ένα βιαστικό «Δόξα Πατρί…» και συντονίστηκε με τους ψάλτες χωρίς να δείξει πως έχασε αράδα από τις Παρακλήσεις.
«Επίβλεψον εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπή του σώματος κάκωσιν και ίασαι της ψυχής μου το άλγος» η κανονικότητα επέστρεψε στην πομπή, ώσπου ακούστηκε από τους μπροστινούς μας ένα μακρόσυρτο αχχχχ… Ο στραβοκάνης ο Νικολής της Στρατούλας, στραβοπάτησε στη λακκούβα και σωριάστηκε μπρούμυτα με την εικόνα του Οσίου Ευσταθίου αγκαλιά. Η πομπή πάτησε φρένο πάλι και ο παπα Κοσμάς αλαφιασμένος και με ανασηκωμένα τα ράσα έτρεξε προς τον απρόσεκτο που παρέμενε μπρούμυτα στο χώμα. Τα γέλια που ήρθαν απρόσκλητα στα χείλη μας, δεν μπορέσαμε να τα κρατήσουμε κρυφά και πλημμύρισε ο αγέρας. Τον είχαμε άχτι τον Νικολή γιατί δεν μας άφηνε να χτυπήσουμε την καμπάνα. Μας κυνηγούσε και όταν στρίμωχνε κάποιον από εμάς σε καμμιά γωνιά του καμπαναριού, έριχνε ξυλιές. Ο παπά Κοσμάς τον πλησίασε, τον σκούντηξε στην άκρη και πήρε από τα χέρια του την εικόνα του Οσίου Ευστρατίου, τη σκούπισε και την ασπάστηκε. Ύστερα την έδωσε στον διπλανό του και με τα φρύδια τιμώρησε τον απρόσεκτο, στέλνοντάς τον στο τέλος της πομπής, χωρίς εικόνα Αγίου στα χέρια. Με κατεβασμένο το κεφάλι ο Νικολής πέρασε μπροστά μας, χωρίς να μπορεί ούτε καν να μας αγριοκοιτάξει.
«Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν, ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν» Ο παπα Κοσμάς ήξερε απέξω και ανακατωτά τα γράμματα του Θεού και πάντα εύρισκε τρόπο να τα ταιριάζει στην περίσταση, αλλά η οχλοβοή της πομπής έπνιξε τα λόγια του και εκνευρίστηκε. Σταμάτησε και μαζί τους και εμείς. Η βοή τώρα έγινε πνιχτά γέλια και ύστερα τρανταχτά, καθώς ο μπάρμπα Μήτσος έτρεχε στο διπλανό χωράφι να συνετίσει τον γάιδαρό του που κοίταζε με απορία και με το εργαλείο του κρεμασμένο μέχρι το χώμα. Απέστρεψε το βλέμμα του ο παπα Κοσμάς και επικεντρώθηκε στα παπαδάκια του φωνάζοντας σσστ. Είχαμε λυθεί στα γέλια εγκαταλείποντας τον αυστηρό σχηματισμό της ευθείας γραμμής. Σα να μην έφτανε όμως αυτό ο Σάκης ο ψηλός που κρατούσε τον σταυρό έκρινε σκόπιμο να σχολιάσει το γεγονός
«Είδε ο γάιδαρος τον κώλο της Μαρικούλας και τον πέρασε για καπούλια…» Αυτό ήταν. Το σχόλιο ήταν αρκούντως μεγαλόφωνο, η αντάρα των γέλιων γενικεύτηκε και ο παπα Κοσμάς έτρεξε πάλι να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Μια σβερκιά ήταν αρκετή για να αποκαθηλωθεί πάραυτα ο ψηλός από το ύψιστο χρέος του σταυρού, που βρέθηκε στα χέρια μου και να υποβιβασθεί σε βαστάζο της άψυχης λαμπάδας, στο τέλος της σειράς. Ο μπάρμπα Μήτσος κυνηγούσε τον γάιδαρο στο χωράφι, εκείνος έτρεχε γκαρίζοντας γύρω από το παλούκι του, ανεμίζοντας τη μαλαπέρδα ανάμεσα στα σκέλια χωρίς να χάσει ικμάδα από την ορμή της, η Μαρικούλα  κατακόκκινη έσιαζε το μαύρο της φόρεμα, μήπως και σπάσει τις γραμμές των οπισθίων της, ο στραβοκάνης ο Νικολής της Στρατούλας χαλβάδιαζε απροκάλυπτα τον κώλο της, ο Σάκης ο ψηλός με τη λαμπάδα είχε σκύψει και κατέβαζε καντήλια κι εγώ κορδωμένος κρατούσα σφιχτά τον σταυρό, που μια ατυχής συγκυρία τον έφερε στα χέρια μου.
«Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς. Απορήσας εκ πάντων, οδυνηρώς κράζω σοι, πρόφθασον θερμή προστασία και σην βοήθειαν, δος μοι τω δούλω σου, τω ταπεινώ και αθλίω, τω την σην αντίληψην, επιζητούντι θερμώς»  Η παράκληση του παπα Κοσμά προσπάθησε να επαναφέρει την  κανονικότητα, αλλά δεν είδε αποτελέσματα. Ο πονηρός παπάς σταμάτησε τον ψάλτη που είχε αρχίσει τα «Κύριε Ελέησον…» και του καμε νόημα με τα φρύδια να πάει επειγόντως παρακάτω. Πήδησαν μερικές σελίδες βιαστικά
«Σοφία. Ορθοί. Ακούσωμεν του Αγίου Ευαγγελίου. Ειρήνη πάσι. Και των πνεύματί σου. Εκ του κατά Λουκάν Αγίου Ευαγγελίου το ανάγνωσμα. Πρόσχωμεν. Δόξα σοι Κύριε, δόξα σοι…»
Η σιωπή πήρε τη θέση της και οι άνθρωποι σταμάτησαν να μιλάνε και να κινούνται. Ο Σάκης ο ψηλός με κατεβασμένο το κεφάλι, μαζί με τον χόντρο Μπίλλυ στάθηκαν μπροστά στο ευαγγέλιο του παπά με τα κοντάρια τους. Ο μπάρμπα Μήτσος σταμάτησε το κυνηγητό και ο γάιδαρος σταμάτησε κι εκείνος την τρεχάλα δίπλα του, χωρίς όμως να απαρνηθεί τη φύση του. Αγάλματα και οι δυο άκουγαν το ευαγγέλιο. Η Μαρικούλα αφησε τον πισινό της και έσκυψε ταπεινά το κεφάλι στο άκουσμα, ενώ πίσω της ο σταβοκάνης Νικολής δεν χόρταινε να ακούει και να βλέπει.
Μόλις ο παπά Κοσμάς τέλειωσε το ευαγγέλιο και προτού ακουστεί κιχ στη σύναξη, ξεκίνησε ένα λογίδριο στη μέση του δρόμου. Είχε τον τρόπο του να βουλώνει τα στόματα όταν η κατάσταση εκτρεπόταν σε άλλα μονοπάτια.
«Αδελφοί. Μαζευτήκαμε σήμερα για να παρακαλέσουμε την ομβροτόκο Παναγία να μας βοηθήσει να ρίξει ο ουρανός νερό να ποτιστούν οι σοδειές σας, να ξεδιψάσει η γη και όλα τα ζωντανά της. Αντί να ακολουθήσετε ευλαβικά και με κατάνυξη τη λιτανεία μας, την μετατρέψατε σε πανήγυρη και εκδρομή αναψυχής. Ο Θεός απαιτεί ταπείνωση και καθαρή ψυχή για να ακούσει τις προσευχές μας ώστε να δεήσει να μας στείλει τη βροχή του. Θα σας παρακαλούσα λοιπόν να συνεχίσουμε τη λιτανεία μας με ευλάβεια, χωρίς φωνές, γέλια και πονηρά κουτσομπολιά, μέχρι το κτήμα του Λάμπρου. Εκεί θα τελέσουμε αγιασμό στον μικρό μετεωρολογικό σταθμό που έστησε το κράτος.»
Κανείς δεν μίλησε. Μόνο ο πατέρας του Σάκη του ψηλού που έχει δωρίσει πολλά χρήματα στην εκκλησία, πλησίασε τον παπά και απαίτησε να συγχωρήσει τον γιό του που είναι παιδί και να του δώσει και πάλι τον σταυρό. Ο παπα Κοσμάς μου έριξε μια ματιά με νόημα, παρέδωσα περίλυπος τον σταυρό και ύστερα ακολούθησα την διαταγή των φρυδιών του και τον πλησίασα. Μου έδωσε το θυμιατό και άρχισα το κούνημα λιβανίζοντας τον αγέρα δίπλα του σε όλη τη διαδρομή. Το κρυστάλλινο μπλε στα κεφάλια μας ούτε στιγμή δεν έχασε το χαμόγελό του σήμερα. Μόνο οι άνθρωποι σταμάτησαν να μιλάνε και να γελάνε.
Από μακριά φάνηκε το κτήμα του Λάμπρου και όσο πλησιάζαμε φαινόταν και το γκρί κουτί του μετεωρολογικού σταθμού που στεκόταν σε ένα πόδι σαν πελαργός. Παραδίπλα, κάτω από τον ίσκιο μιας αγκορτζιάς ξεχώριζε ένα αυτοκίνητο κρατικό. Κανένας άνθρωπος τριγύρω. Ο παπα Κοσμάς έκανε νόημα την πομπή να σταματήσει και προχώρησε μόνος προς το αυτοκίνητο. Στο κατόπι του κι εγώ να λιβανίζω, γιατί έτσι πρέπει. Γύρω από τους παπάδες μαζεύονται διαόλια και κάποιος πρέπει να τα διώχνει με το λιβάνι. Σταματήσαμε δίπλα στο ανοιχτό τζάμι του οδηγού. Ο παπα Κοσμάς έσκυψε δειλά κι εγώ δίπλα του σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών να δω, χωρίς να σταματήσω στιγμή το λιβάνισμα. Ο γυμνός πισινός ενός άνδρα ξεχώριζε πάνω από το σώμα μιας γυναίκας. Το ζευγάρι ταράχτηκε μόλις είδε τον παπά και στριμώχτηκαν στην άλλη άκρη του αυτοκινήτου, προσπαθώντας να κρύψουν τη γύμνια τους. Ο παπα Κοσμάς δεν έχασε την ψυχραιμία του και ρώτησε
«Θα έχουμε βροχή; Τι λένε τα μηχανήματά σας;» αφού ξεπέρασε το πρώτο σοκ ο άνδρας, φανερά  ενοχλημένος του απάντησε. 
«Δεν έχει βροχή πάτερ. Κάτι δεν κάνατε καλά. Πάρε τον μικρό με το λιβανιστήρι τώρα, μας μπούκωσε…»
Με έπιασε από τον ώμο και γυρίσαμε πίσω στη πομπή. Ο κόσμος περίμενε να μάθει. Ο παπα Κοσμάς, χάιδεψε τα γένια του, πήρε το ύφος του νικητή και φώναξε δυνατά.
«Αδελφοί, οι επιστήμονες λένε ότι δεν θα βρέξει. Τώρα όμως που ο Κωστάκης τους λιβάνισε και θα φύγουν τα διαόλια από τον σταθμό, ο Θεός θα μας λυπηθεί και θα στείλει την βροχή του. Πάμε στα σπίτια μας»
Το βράδυ έβρεξε./ 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΡΟΥΜΠΙΝΑ - Η γκεζερά της Αθωότητας

  Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο από το e-shop των Εκδόσεων Ελκυστής, κάνοντας κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο:  You can get the book from ...