Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ



Το ξυπνητήρι με μικρές ψηφιακές δονήσεις και συριγμούς επαναλαμβανόμενους  σφήνωσε στα αυτιά του την ώρα: πέντε και τριάντα το πρωί στο ίδιο διαμέρισμα των τελευταίων δέκα χρόνων, της οδού Ρήγα Φεραίου στη Νεάπολη, αγορασμένο με δάνειο από τη Γιούρομπανκ, υποθηκευμένο για είκοσι χρόνια, «τα δέκα τα φάγαμε», σκεφτόταν κάθε φορά που ξυπνούσε ο Ηλίας Πύργος από τα χαράματα για να πιστωθεί στον λογαριασμό εξυπηρέτησης του δανείου του το μεροκάματο. Κάθε πρωινό ξύπνημα και μια πίστωση, κάθε γουλιά καφέ που ζέσταινε το λαρύγγι του, κρύωνε την τσέπη του, αλλά το χε συνηθίσει, όπως είχε συνηθίσει τις καθημερινές περιπλανήσεις στους δρόμους της Μακεδονίας τροφοδοτώντας με φάρμακα τα φαρμακεία της επαρχίας.
Σηκώθηκε σβέλτα από το κρεβάτι αφήνοντας δίπλα του το ζεστό κορμί της γυναίκας που ζούσαν μαζί τα τελευταία είκοσι χρόνια, δέκα χρόνια στο νοίκι και τα τελευταία δέκα επιτέλους με δικό τους κεραμίδι στο κεφάλι, τρόπος του λέγειν δηλαδή αφού ήταν διαμέρισμα στον δεύτερο και δεν είχαν κανένα κεραμίδι από πάνω, όχι βέβαια πως αν είχαν θα ήταν και δικό τους. Ο Ηλίας Πύργος φρόντιζε όμως πάντα να μην αφήνει τέτοιες σκέψεις να εισχωρήσουν μαζί με την υγρασία της πόλης στο μυαλό του, όπως φρόντιζε να μην ενοχλεί τη γυναίκα του τόσο νωρίς χαλώντας της τη ζεστασιά των ονείρων.
Ζέστανε σε ένα μπρίκι ελληνικό καφέ, περιμένοντάς τον να φουσκώσει από εθνική περηφάνια προτού τον σερβίρει αχνιστό. Ρούφηξε προσεκτικά την πρώτη γουλιά, ένοιωσε τη γλώσσα του να καίγεται και τον ουρανίσκο να αποκρυπτογραφεί τις γεύσεις και τα αρώματα του χαρμανιού πριν αυτό ολισθήσει στο στομάχι όπου πλέον θα χανόταν κάθε μαγεία. Με το πρώτο φρρρρ του ρουφήγματος κόλλησε τη μούρη του στο τζάμι της κουζίνας. Έξω μια ψιλή βροχή ράγιζε τα φώτα της Σαλονίκης.
Τακτοποίησε στο μυαλό του τη διαδρομή. Θα έβαζε μπρος το μικρό βανάκι που τον περίμενε κάτω από την πολυκατοικία, θα πήγαινε στη Σταυρούπολη στη φαρμακαποθήκη, θα φόρτωνε την παραγγελία για τα φαρμακεία των Ιωαννίνων κι από κει περιφερειακό και βουρ για τα Γιάννενα.
Άναψε ένα τσιγάρο.  Με το φλιτζανάκι στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο αγνάντεψε από την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Η γυναίκα του είχε αλλάξει πλευρό στα όνειρά της. Η κόρη του στο άλλο δωμάτιο κολυμπούσε στα δικά της όνειρα με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη.
Ακούμπησε προσεκτικά στον πάγκο της κουζίνας το άδειο φλιτζανάκι, έσβησε με μια στριφογυριστή κίνηση των δαχτύλων το τσιγάρο στο τασάκι, ήπιε ένα ποτήρι νερό από τη βρύση και με απαλά βήματα απίθωσε στο μάγουλο της κόρης του ένα φιλί που το δέχθηκε με ευχαρίστηση γυρνώντας πλευρό. Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το τραπεζάκι του χωλ, έριξε μια κλεφτή ματιά στη γυναίκα του που είχε κουκουλωθεί κάτω από το πάπλωμα. Πάει καιρός πια που δεν της έδινε φιλί το πρωί, ούτε αυτή ξυπνούσε για να τον χαιρετήσει όπως τότε που ζούσανε στο νοίκι.
Η μηχανή δέχθηκε απρόθυμα την πρωινή ανάφλεξη της βενζίνας, υπάκουσε με την δεύτερη προσπάθεια το σασμάν στην επιλογή της πρώτης και το γκάζι ένοιωσε το βάρος του ποδιού του Ηλία Πύργου που το κέντριζε να χύσει στα πνεμόνια της περισσότερη βενζίνα, να ξυπνήσει κι αυτή όπως ξύπνησε ο ίδιος με μια γουλιά σκέτου ελληνικού. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα και το καλοριφέρ αργούσε όπως πάντα να ζεστάνει τον χώρο. Το δεύτερο τσιγάρο κρεμόταν ήδη στα χείλη του και το ραδιόφωνο έλεγε τον καιρό:
«Χιονοπτώσεις προβλέπονται στα ορεινά της Μακεδονίας και σε περιοχές με χαμηλότερο υψόμετρο. Πιθανόν να χιονίσει στο κέντρο της Θεσσαλονίκης»
Γαμώτο δεν μπορούσε να χιονίσει αποβραδίς να μη ξεκινήσω με τέτοιον γαμώκαιρο για τα Γιάννενα, σκέφτηκε, καθώς έβαζε την όπισθεν για να κωλώσει το βανάκι στην ανοιχτή πόρτα της φαρμακαποθήκης.
Τα κουτάκια σου είναι έτοιμα γυφτάκι, του φώναξε ο υπάλληλος που κουβαλούσε τα πλαστικά κουτιά μεταφοράς των φαρμάκων μέσα στο βανάκι.
Δε γαμιέσαι κι εσύ πρωί πρωί …….., του χαμογέλασε.
Καλό δρόμο νάχεις, του ευχήθηκε ανασηκώνοντας το δεξί χέρι
Σ ευχαριστώ νάσαι καλά ρε φίλε, ανταπάντησε καρφώνοντας την πρώτη.
Τα φώτα του αυτοκινήτου έπεσαν πάνω στην πινακίδα αντανακλώντας στα μάτια του την  πράσινη ένδειξη: ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ. Η βροχή συνέχιζε να χτυπά το παρμπρίζ ασταμάτητα αναγκάζοντας τους υαλοκαθαριστήρες σε ένα λυσσασμένο πήγαινε έλα. Στο βάθος μια καταχνιά μέσα στο χάραμα σκέπαζε το Βέρμιο κρύβοντας τα φώτα της Βέροιας. Η κίνηση υποτονική. Μια άσπρη μερσέντες πέρασε δίπλα από το βανάκι με σχετικά μικρή ταχύτητα. Ο Ηλίας Πύργος με την άκρη του ματιού του αποτύπωσε μια γυναικεία φιγούρα να οδηγεί αφήνοντας ξοπίσω της ένα υγρό σύννεφο που θόλωσε τους αμφιβληστροειδείς του καθυστερώντας τη μετατροπή του οπτικού σήματος σε ηλεκτρικό, αναγκάζοντάς τον να βάλει στο φουλ τους υαλοκαθαριστήρες για να γαληνέψει ο εγκέφαλος πρωινιάτικα.
Ο ουρανός τώρα καθόταν βαρύς πάνω στο Βέρμιο καθώς το βανάκι ανηφόριζε το βουνό αφήνοντας στα δεξιά του τα φώτα της Βέροιας να τρεμουλιάζουν στο κρύο και τη βροχή. Η ηλεκτρονική πινακίδα αναβόσβηνε από μακριά: ΜΕΙΩΣΤΕ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΟΛΙΣΘΗΡΟ ΟΔΟΣΤΡΩΜΑ και η Γαλάνη στο δεύτερο συμφωνούσε με την πινακίδα της Εγνατίας Οδού Α.Ε «Βροχή και σήμερα».
Το γρανάζι στον δρόμο του υπενθύμισε την προσέγγιση στα πρώτα διόδια, άνοιξε το παράθυρο, το κρύο εισέβαλε στην καμπίνα, έδωσε δυο και σαράντα στην κοπέλα και πήρε μια καλημέρα και ένα καλό ταξίδι. Είπε ένα ξερό «ευχαριστώ» και έβαλε την πρώτη. Στα δεξιά στην άκρη των διοδίων η λευκή μερσεντές ήταν σταματημένη και μέσα της το φωτάκι έδειχνε καθαρά τη γυναίκα να έχει σκύψει στο πίσω κάθισμα και να τακτοποιεί ένα παιδί. Πέρασε σιγά σιγά από δίπλα κοιτάζοντάς την. Η γυναίκα έστρεψε το βλέμμα και τον κοίταξε, τόσο όσο της επέτρεπε ο χρόνος που χρειάσθηκε το βανάκι να χαθεί από το οπτικό της πεδίο.
Κατουρήθηκε ο μικρός,  χαμογέλασε και άναψε τσιγάρο.  Η εικόνα της αυτή τη φορά είχε αποτυπωθεί στο εγκέφαλό του. Ήταν γύρω στα 40, μακριά μαύρα μαλλιά δεμένα σε αλογοουρά που φώτιζαν το πρόσωπό της κάτω από το λαμπάκι της καμπίνας.
Που να πηγαίνει άραγε τέτοια ώρα Δευτεριάτικα, μόνη γυναίκα με ένα παιδί μέσα στην Εγνατία; σκέφτηκε και δυνάμωσε την ένταση του ραδιοφώνου. Άναψε τσιγάρο.
Παντού μπορεί κανείς να βρει μια μοναχική γυναίκα, ακόμη και στην  Εγνατία, μονολόγησε και σκέφτηκε τη δική του γυναίκα, θα είχε ξυπνήσει σίγουρα, θα είχε κατουρήσει, θα είχε πλυθεί και τώρα θα ζέσταινε το νερό για το νες καφέ της. Δεν είχαν τα ίδια γούστα στον καφέ. Τελευταία παρατηρούσε πολλές διαφορές στα γούστα τους  που ενώ υπήρχαν χρόνια δεν τις είχε δώσει σημασία.
Ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρε να δει τι κάνω, πέρασε από του μυαλό του και πήρε στα χέρια το κινητό, το πέταξε όμως αμέσως στη θέση του συνοδηγού.
Ο ορεινός όγκος της Πίνδου με ακαθόριστο περίγραμμα ξεπρόβαλε μέσα στο χάραμα, δεν φαινόταν καθαρά  αλλά ήξερε ότι βρισκόταν εκεί πίσω από τα μαύρα σύννεφα. Μια αντάρα στο ορίζοντα μαρτυρούσε την κακοκαιρία. Ήδη οι σταγόνες της βροχής είχαν μετατραπεί σε σταγόνες χιονόνερου, αφήνοντας τα πρώτα γεωμετρικά σχήματα πάνω στο παρμπρίζ πριν εξαφανιστούν από το λάστιχο των υαλοκαθαριστήρων και σταδιακά σε κανονικές νιφάδες χιονιού που χάνονταν κάθε φορά που το βανάκι έμπαινε σε τούνελ όπως χάνονταν και το ραδιοφωνικό  σήμα.  Μείωσε την ταχύτητά του, ενώ την ίδια ώρα περνούσε πάλι από δίπλα του η λευκή μερσέντες. Η γυναίκα γύρισε και τον κοίταξε. Του φάνηκε ότι τον κοιτούσε ώρες, ότι τη γνώριζε από παλιά, ότι είδε ακόμη και τα μάτια της στο λιγοστό φως του πρωινού και ότι ήταν κόκκινα. Μια κόκκινη γραμμή άφησαν ξοπίσω τους τα στοπ της μερσέντες.
Η πρώτη πτωτική αντίδραση των βλεφάρων, χτύπησε καμπανάκι και δεξί φλάς στο σταθμό ξεκούρασης έξω από τα Γρεβενά. Στο παρκινγκ δυο Βουλγάρικες νταλίκες έπαιρναν ανάσες μέσα σε ένα λευκό πέπλο ησυχίας. Σε μια άκρη η άσπρη μερσέντες άδεια. Σταμάτησε το βανάκι μπροστά στην αντλία περιμένοντας τον κουκουλωμένο μέχρι τ’ αυτιά υπάλληλο του σταθμού να φουλάρει το ρεζερβουάρ. Μέσα από τα υγρά τζάμια τα μάτια του ανήσυχα έψαχναν στον χώρο.
«Πενήντα ευρώ» διέκοψε ο κουκουλωμένος υπάλληλος την αναζήτηση. Έβγαλε από την τσέπη του ένα πενηντάρικο, πήρε την απόδειξη και πάρκαρε το βανάκι δίπλα στη μερσέντες. Πρόσεξε ότι είχε Σαλονικιότικες πινακίδες. Σήκωσε τους γιακάδες του μπουφάν και βγήκε έξω στην λευκή ησυχία του σταθμού. Η αυλή άρχισε να ασπρίζει, όπως και τα μαλλιά του. Με γρήγορες κινήσεις μπήκε μέσα στην καφετέρια, τίναξε από πάνω του το χιόνι και κατέβασε τους γιακάδες. Η γυναίκα σε ένα τραπέζι τάιζε τον μικρό και μπροστά της ένα τσιγάρο ξεψυχούσε στο τασάκι. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει παρότι αισθανόταν πως η γυναίκα είχε αντιληφθεί την παρουσία του. Ήταν πράγματι όμορφη. Μπήκε βιαστικά στην τουαλέτα. Όταν βγήκε έξω πρόλαβε να δει από την τζαμαρία τη φιγούρα της γυναίκας με το παιδί αγκαλιά να χάνεται με προσεκτικά βήματα μέσα στον λευκό φόντο του προαυλίου. Παράγγειλε έναν σκέτο ελληνικό, άναψε τσιγάρο και παρατήρησε με σχολαστικότητα τις κινήσεις της γυναίκας, μέχρι που έβαλε όπισθεν και απομακρύνθηκε από τον σταθμό. Αυτές τις  στιγμές καμμία παράσταση του παρελθόντος δεν μπορεί να μπουκάρει στο μυαλό, διότι ήδη είναι τιγκαρισμένο με φρέσκιες εικόνες που απωθούν κάθε τι παλιό και μόνο σκέψεις μπορούν να γεννηθούν, σκέψεις που απαλύνουν τη μοναξιά του σώματος.
Οδηγούσε πλέον πολύ προσεκτικά γιατί ο δρόμος άρχισε να γλιστρά. Πλησίαζε τη μεγάλη σήραγγα του Μετσόβου και το τοπίο είχε γίνει κατάλευκο. Τα κίτρινα φώτα του οχήματος οδικής βοήθειας της Εγνατίας τον υποχρέωσαν να μηδενίσει. Μπροστά του δυο τρία αυτοκίνητα σταματημένα. Από το τζάμι του διέκρινε σταματημένη στην αρχή της ουράς τη λευκή μερσέντες.
Πρέπει να τοποθετήσετε αλυσίδες κύριε, τον ενημέρωσε ο υπάλληλος της εταιρίας αφού πρώτα τον καλημέρισε.
Φοράω χιονολάστιχα.
Μπορείτε τότε να προχωρήσετε
Πλησίασε στη μερσέντες. Η γυναίκα ήταν σκυμμένη στο πορτ μπαγκάζ, την προσπέρασε και πάρκαρε μπροστά της. Με ένα γρήγορο σάλτο βρέθηκε στο οδόστρωμα.
Μπορώ να σας βοηθήσω; Είπε στη γυναίκα πίσω από την πλάτη της
Σας ευχαριστώ πολύ, με υποχρεώνεται, δεν ξέρω να βάζω αλυσίδες, του απάντησε προσπαθώντας με αρκετή επιτυχία να κρύψει την έκπληξή της.
Με γρήγορες κινήσεις ο Ηλίας Πύργος τοποθέτησε τις αλυσίδες στους πίσω τροχούς της μερσέντες, η γυναίκα έτριβε τα χέρια της από το κρύο, η μύτη της είχε κοκκινίσει και ο μικρός κοιμόταν του καλού καιρού μέσα στο ζεστό καθισματάκι του.
Που πηγαίνετε τέτοια ώρα μόνη γυναίκα με παιδί; πήρε το θάρρος ο Ηλίας Πύργος και ρώτησε καθώς κούμπωνε τους γάντζους της τελευταίας αλυσίδας στη ζάντα.
Πηγαίνω στα Γιάννενα, εκεί μένουμε, του απάντησε με ένα θλιμμένο χαμόγελο χωρίς να ακουμπήσει τη λέξη «μόνη»
Κι εγώ στα Γιάννενα πηγαίνω, θα είμαι εγώ μπροστά κι εσείς από πίσω να με ακολουθείτε για ασφάλεια, της είπε με έναν τόνο καθησυχαστικό.
Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει με την ίδια αμείωτη ένταση πάνω στην κορυφογραμμή της Πίνδου και τα δυο αυτοκίνητα το ένα πίσω από το άλλο έσκιζαν αργά με τις ρόδες τους το  υγρό άσπρο πάπλωμα που σκέπαζε τον δρόμο, για να γίνει πίσω τους ευθύς αμέσως όπως πριν.
Ο Ηλίας Πύργος έβλεπε από τον καθρέφτη τη γυναίκα που τον ακολουθούσε. Στα μάτια της είχε έναν τόνο οικειότητας που σιγά σιγά, χιλιόμετρο χιλιόμετρο, αυξανόταν η έντασή της. Ένα χαμόγελο του ήρθε στα χείλη και το άφησε να ξεφύγει. Η γυναίκα του απάντησε με τον ίδιο τρόπο.
Σε λίγο η γυναίκα βρισκόταν δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού, καπνίζανε τσιγάρο, γελούσαν, μιλούσαν για ταξίδια, καλοκαίρια και θάλασσες, ακούγανε μουσική από το ραδιόφωνο, του είπε για τον άνδρας της, ήταν χωρισμένοι, ο ίδιος απέφυγε να απαντήσει στην ερώτηση αν είναι ευτυχισμένος με τον γάμο του, πάντα απέφευγε να πάρει θέση γιαυτό το ζήτημα, της έπιασε το χέρι, αυτή ανταποκρίθηκε με ένα χαμόγελο που είχε χάσει τη θλίψη του, έγειρε στο πλευρό του και του έδωσε ένα φιλί. Η μερσέντες ακολουθούσε τον καθρέφτη του με τις αλυσίδες στους τροχούς, αργά, με ένα παιδάκι μέσα μόνο να κοιμάται.
Την ίδια στιγμή η γυναίκα του σκέφτηκε να στείλει ένα ντρινν στο κινητό για να μάθει που βρίσκεται. Πάντα τις πιο ακατάλληλες ώρες παίρνουν τηλέφωνο οι γυναίκες διότι σχεδόν πάντα διαισθάνονται από τη φύση τους τον κίνδυνο.
Που είσαι;
Πλησιάζω στα Γιάννενα, είχε χιόνι ο δρόμος αλλά τώρα είναι καλά, καθάρισε, απάντησε ενοχλημένος και αμέσως κοίταξε τον καθρέφτη του. Η μερσέντες ακολουθούσε υπομονετικά.
Πρέπει να κλείσω θα σε πάρω μόλις φτάσω, της είπε και έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο πετώντας το στη άδεια θέση του συνοδηγού.
Έντρομος φρενάρισε και πετάχτηκε αλαφιασμένος έξω από το βανάκι. Η μερσέντες σταμάτησε απορημένη με τη φούρια του.
Τι συμβαίνει; τον ρώτησε με αγωνία
Συγγνώμη αλλά έπρεπε να βγάλουμε τις αλυσίδες ο δρόμος ήταν καθαρός. Τα λάστιχά σας καταστράφηκαν !!
Χίλια συγγνώμη και πάλι, απολογήθηκε ο Ηλίας Πύργος για το λάθος του, Έπρεπε να σας σταματήσω πιο νωρίς να σας βγάλω τις αλυσίδες. Πώς να σας βοηθήσω τώρα; Η ανησυχία είχε κατακυριεύσει το πρόσωπό του.
Η γυναίκα του χαμογέλασε τρυφερά και του έδωσε το χέρι της.
Δεν πειράζει, σας ευχαριστώ για όλα. Είμαστε έξω από τα Γιάννενα, θα ειδοποιήσω τον άνδρα μου, έχει βουλκανιζατέρ.

* * * * *
Πνευματικά δικαιώματα κατοχυρωμένα με την με αριθμό 76/2015 Πράξη του Συμβολαιογράφου Κασσάνδρας Βασιλείου-Αλέξανδρου Μανώλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΡΟΥΜΠΙΝΑ - Η γκεζερά της Αθωότητας

  Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο από το e-shop των Εκδόσεων Ελκυστής, κάνοντας κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο:  You can get the book from ...